- ὁδοιπόρουν
- ὁδοιπορέωwalkimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὁδοιπορέωwalkimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁδοιποροῦν — ὁδοιπορέω walk pres part act masc voc sg (attic epic doric) ὁδοιπορέω walk pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραβάνι — το (λ. αραβ.), ομάδα εμπόρων ή προσκυνητών που οδοιπορούν με καμήλες και υποζύγια: Στην αρχαία Μίλητο έρχονταν όλα τα καραβάνια της Ανατολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταγάρι — το ιού 1. σακούλι από χοντρό εγχώριο μάλλινο ύφασμα πολύχρωμο, που το κρεμούν οι χωρικοί από τον ώμο όταν οδοιπορούν, ντουρβάς: Έχει φαγώσιμα μες στο ταγάρι του για δυο μέρες. 2. σακούλι απ όπου τα ζώα τρώνε την τροφή (ταγή) τους, ταΐστρα: Βάλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)